- ἑστιούχῳ
- ἑστίουχοςguarding the housemasc/fem/neut dat sgἑστιού̱χῳ , ἑστιοῦχοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εστιουχώ — ἑστιουχῶ, έω (Α) [εστιούχος] 1. έχω, κατέχω την εστία 2. μτφ. είμαι προστάτης, κυβερνήτης, προΐσταμαι, εποπτεύω … Dictionary of Greek